- Κονστάντζα
- (Constanta). Πόλη (342.264κάτ.το 1998) της νοτιοανατολικής Ρουμανίας στην περιοχή της Δοβρουτσάς, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (7.071τ. χλμ., 715.172κάτ. το 2002). Χτισμένη στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της χώρας και λιμάνι με σημαντική κίνηση, κυρίως για την εξαγωγή δημητριακών και πετρελαίου. Στην πόλη υπάρχουν βιομηχανίες τροφίμων, υφαντουργίας, χημικών προϊόντων και ναυπηγεία. Ο παλαιότερος πυρήνας της πόλης βρίσκεται πάνω σε ένα ασβεστολιθικό ακρωτήριο, ενώ οι νεότερες συνοικίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλους ευθύγραμμους δρόμους που τη διαιρούν σε οικοδομικά τετράγωνα, εκτείνονται προς τα Δ και κυρίως προς τα ΒΔ πλάι στη θάλασσα. Στη βόρεια πλευρά της παλαιάς πόλης βρίσκεται το παλαιό λιμάνι, που παρουσιάζει τώρα μόνο τουριστικό και τοπικό ενδιαφέρον, και στη νοτιοδυτική το νέο εμπορικό λιμάνι. Στην ευρύτερη περιοχή της Κ. περιλαμβάνεται και το σημαντικότερο θέρετρο της Ρουμανίας στη Μαύρη θάλασσα, η Μαμάια. Ιστορία. Η Κ. ήταν αρχαιότατη πόλη η οποία, με την ονομασία Τόμοι, χτίστηκε από Έλληνες αποίκους που εγκαταστάθηκαν από τη Μίλητο τον 7o αι. π.Χ. Έγινε ευρύτερα γνωστή όταν εξορίστηκε εκεί ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος (9 μ.Χ.). Ο Μέγας Κωνσταντίνος την ανοικοδόμησε τον 4ο αι. μ.Χ., και την ονόμασε Κωνσταντιανή (Constantiniana) προς τιμήν της αδελφής του. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οφείλει την ονομασία της στη γειτονική επισκοπική έδρα της Kωνσταντιανής, η οποία υπήρχε από τους χρόνους του Ιουστινιανού. Στα τέλη του 5ου αι. και ιδιαίτερα τον 6o αι. μ.Χ., επί της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού, έγινε μεγάλο εμπορικό κέντρο. Αφού έμεινε στην αφάνεια για πολλούς αιώνες, η πόλη άρχισε να ακμάζει πάλι όταν προσαρτήθηκε στη Ρουμανία, το 1878. Από τότε εξελίχθηκε γρήγορα στο μεγαλύτερο θαλάσσιο λιμάνι της χώρας, που συνδέεται με μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή με την πρωτεύουσα και με πετρελαιαγωγό με τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι.
Dictionary of Greek. 2013.